Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

MIA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ





«Η μαμά πέθανε.»

Αυτή η σκέψη αναδύθηκε μέσα μου με κρυστάλλινη καθαρότητα, για πρώτη φορά απαλλαγμένη απ’ τους αντιπερισπασμούς των αναρίθμητων υποχρεώσεων και των δουλειών που έπρεπε να διεκπεραιωθούν, ξεκάθαρη σαν ένα πολυεδρικό κομμάτι από πάγο που μ’ έκοβε σαν μαχαίρι. Ο θυμός και η οργή ενάντια στον τεμπέλη και ασεβή αδελφό μου υποχώρησαν ξαφνικά και έμεινα μόνη, αντιμέτωπη με το είδωλό μου που με κοιτούσε παγερά μέσα απ’ τον βρώμικο καθρέφτη του μπάνιου. Βύθισα το βλέμμα μου στις μαύρες λίμνες των ματιών μου και εκείνες μου φάνηκαν απύθμενες ξαφνικά, ερεβώδεις, δύο πανομοιότυπα παραθυράκια που οδηγούσαν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν που δεν επρόκειτο να φωτιστεί ποτέ απ’ την απαλή φωταύγεια των άστρων.

Εκείνη τη στιγμή έκανα και μια άλλη, ακόμα πιο παράξενη διαπίστωση: Δεν μπορούσα να κλάψω. Αλλά και πάλι αυτό ήταν αρκετά λογικό αφού ποτέ δεν είχα καταφέρει να κλάψω μέχρι τώρα στη ζωή μου.

Εγκατέλειψα το μπάνιο, βγήκα στο διάδρομο και μπήκα στο δωμάτιο της μητέρας μου, εκεί όπου την είχαν βρει νεκρή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με το πρόσωπό της ήρεμο και ευγενικό και χαραγμένο με κάτι που έμοιαζε με απαλό χαμόγελο. Ο θάνατος της είχε φερθεί καλύτερα από ότι η ζωή, αυτό ήταν το μονο σίγουρο. Την είχε πάρει ανώδυνα και γλυκά, είχε μπει στην κάμαρά της σαν τρυφερός εραστής. Ανακοπή μας είχε πει ο γιατρός που την είχε εξετάσει, είχε πεθάνει στον ύπνο της χωρίς να καταλάβει το παραμικρό.

Εκείνο το δωμάτιο ήταν τακτοποιημένο στην εντέλεια, καθαρό και όμορφο, όπως το διατηρούσε εκείνη. Φαίνεται ότι ο αγαπητός μου αδελφός δεν είχε προλάβει ν’ απλώσει την αρίδα του εκεί μέσα. Ένιωσα ένα αυθόρμητο κύμα ευγνωμοσύνης για τις γειτόνισσες που είχαν μπει στον κόπο να το τακτοποιήσουν μετά την αποχώρηση των γιατρών και του ασθενοφόρου που την είχαν πάρει μαζί τους. Αυτό το δωμάτιο ήταν το προσωπικό της ησυχαστήριο, ένας χώρος διακοσμημένος με παλιές φωτογραφίες, με κάποια αγαπημένα της βιβλία απ’ τα παιδικά της χρόνια που γέμιζαν ένα ράφι, με όμορφες δαντελωτές κουρτίνες στα παράθυρα και μ’ ένα ραδιόφωνο-αντίκα. Τη φανταζόμουν εκεί μέσα να διαβάζει ξαπλωμένη με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας της, τυλιγμένη στο απαλό φως ενός παλιομοδίτικου αμπαζούρ, ν’ ακούει αφηρημένη τη φλυαρία των ερτζιανών ενώ οι σκέψεις της κλωθογύριζαν γύρω μας. Γιατί ήξερα ότι πάντα μας σκεφτόταν. Είχαμε συνάψει μάλιστα μια συμφωνία οι τρεις μας και κάθε βράδυ στις εννέα, ότι και να κάναμε, σταματάγαμε για πέντε λεπτά και σκεφτόμασταν ο ένας τον άλλο. Ήταν το προσωπικό μας παιχνίδι, μια ακόμα μορφή του ιερού δεσμού που μας έδενε για μια ζωή. Κοίταξα το παλαιικό ρολόι που στεκόταν πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι της και είδα ότι έδειχνε εννέα παρά πέντε. Όμως απόψε εκείνη δεν βρισκόταν εκεί για να μου στείλει τις γλυκές της σκέψης.

Κάθισα στο κρεβάτι και πλησίασα τη μύτη μου στο προσκεφάλι του. Τα ρουθούνια μου αναρίγησαν ξαφνιασμένα καθώς η ευωδιά του γνώριμου αρώματος που πάντα φορούσε, ένα μείγμα από λεβάντα γιασεμί και τριαντάφυλλα, αναδύθηκε μέσα απ’ τα καλοστρωμένα στρωσίδια και γέμισε το δωμάτιο σαν μια γλυκιά και αόρατη καταχνιά. Μου έκανε εντύπωση αυτό το γεγονός, ότι ύστερα από μια ολόκληρη βδομάδα εκείνο το άρωμα εξακολουθούσε να ευωδιάζει με τέτοια ένταση.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι και βύθισα το πρόσωπο μου στα πεντακάθαρα στρωσίδια του.

-«Μαμά φοβάμαι,» ψιθύρισα, «μου λείπεις πολύ. Δεν θέλω να ζω μόνη μου.» Και τότε ήταν που μου ήρθε να κλάψω. Να κλάψω πραγματικά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα κάτι ζεστό και υγρό να φουσκώνει μέσα στο στήθος μου και να πασχίζει να βρει το δρόμο του προς τα πάνω. Πάλεψα με μανία να καταπνίξω τον ωκεανό των δακρύων που απειλούσε να με πνίξει γιατί δεν ήθελα ο Θανάσης να μ’ ακούσει απ’ το σαλόνι και ν’ ανησυχήσει. Σκούπισα λοιπόν τα μάτια μου και έριξα μια ματιά στον πίσω κήπο, μέσα απ’ το βρεγμένο παράθυρο. Το ψιλοβρόχι είχε κοπάσει και ο ουρανός είχε ανοίξει λιγάκι. Το φεγγάρι κρυφό-κοιτούσε τον κόσμο ανάμεσα απ’ τα σύννεφα που κάλπαζαν σαν άλογα στον ουρανό και έντυνε τον κήπο με μια χλωμή ασημένια λάμψη. Ο πίσω κήπος ήταν η αγαπημένη γωνιά όλων μας. Όταν ήταν νιόπαντρη, η μητέρα μου είχε φυτέψει εκεί μια αμυγδαλιά που είχε θεριέψει με τα χρόνια και είχε απλώσει τα κλαδιά της τόσο πολύ που τον σκέπαζε ολόκληρο.


1 σχόλιο:

  1. τί να πώ, για τούτο το γραπτό...???..... υπέροχο... υπέροχο...... εύγε.... συγκινητικό... και μου άρεσε ιδιαίτερα, ο τρόπος που τελειώνει...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή