Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

ΤΑΛΙΚ




--------
Έκλεισα την πόρτα και τράβηξα έναν-έναν τους ογκώδεις σύρτες που την έκαναν απαραβίαστη. Στη συνέχεια ακούμπησα το παιδί σ’ έναν από τους παλιομοδίτικους καναπέδες του καθιστικού μου, γονάτισα μπροστά του και το κοίταξα προσεκτικά. Ήταν ένα μικρόσωμο πλασματάκι, πέντε χρονών το πολύ, αν και με τον υποσιτισμό που σίγουρα θα είχε υποστεί μου ήταν πολύ δύσκολο να μαντέψω με ακρίβεια. Το κεφαλάκι του ήταν κοντοκουρεμένο και φορούσε μια φθαρμένη φορμούλα που αν και μπαλωμένη στα γόνατα και στους αγκώνες,  ήταν πεντακάθαρη. Ο μικρός σήκωσε το πρόσωπό του και με κοίταξε κατάματα. Τα μάτια του ήταν τεράστια, καστανά και υγρά, πλημμυρισμένα από μια βαθιά αίσθηση τρόμου που μόνο τα παιδικά μάτια μπορούν να εκφράσουν. Αναρωτήθηκα τι είδους σκηνές να είχαν ξετυλιχτεί μπροστά του, πόση ασχήμια και δυστυχία να είχε προλάβει να ζήσει μέσα στα λίγα χρόνια της ύπαρξής του στον απάνθρωπο κόσμο μας. Σήκωσα το χέρι μου για να του χαϊδέψω το μάγουλο που είχε όμορφο σταρένιο χρώμα και τα λεπτά του φρύδια, που έμοιαζαν με τις χνουδωτές κεραίες κάποιας μικρής νυχτοπεταλούδας, συσπάστηκαν. Το παιδί προσπάθησε να απομακρυνθεί από κοντά μου, κουλουριάστηκε στο βάθος της πολυθρόνας και έθαψε το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του σαν να ήθελε να κρυφτεί μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Έμεινα ακίνητος, δίβουλος, προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι, κάτι που θα το έκανε να πάψει να φοβάται. Προσπάθησα να δω τον εαυτό μου μέσα απ’ τα δικά του μάτια και αντίκρισα έναν μεγαλόσωμο γέροντα με μακριά άσπρα μαλλιά και ρυτιδωμένο πρόσωπο, ντυμένο συντηρητικά, με σκούρα ρούχα. Θα πρέπει να μ’ έβλεπε σαν μπαμπούλα. Ένιωσα εντελώς ανήμπορος, ανίκανος να το βοηθήσω. Σηκώθηκα όρθιος και σήκωσα το τηλέφωνο για να πάρω το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα, να τους ενημερώσω για το παιδί και να  μου πουν εκείνοι τι έπρεπε να κάνω. Αλλά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Όπως και το ρεύμα, είχε κοπεί. Ξανακοίταξα το παιδί που τώρα με κοιτούσε επιφυλακτικά ανάμεσα από τα γόνατά του, νιώθοντας όλο και πιο  απελπισμένος. Πως μπορούσα να το βοηθήσω έτσι που εξελίσσονταν τα πράγματα;  Του έκανα κάποια καθησυχαστικά νεύματα και έτρεξα μέχρι την κουζίνα, γέμισα ένα ποτήρι με γάλα απ’ το ψυγείο και κοντοστάθηκα διστακτικά, κοιτάζοντας μπροστά μου το κενό. Σκέφτηκα πόσο ηλίθιο ήταν αυτό που έκανα αφού το τελευταίο πράγμα που ο μικρός θα είχε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή ήταν η πείνα. Αλλά από την άλλη, έπρεπε κάπως να τον φροντίσω. Επέστρεψα λοιπόν στο καθιστικό κρατώντας το ποτήρι μου σαν τρόπαιο. Το παιδί, καθισμένο στην παλιά μου πολυθρόνα, με τα πόδια του να μην φτάνουν ούτε καν μέχρι την άκρη της και με τα χέρια του να σφίγγουν τα σκαλιστά της μπράτσα, κοίταζε σοβαρά-σοβαρά  το τραπεζάκι που υψωνόταν μπροστά απ’ τη σβησμένη τηλεόραση. Εκεί πέρα βρισκόταν μια διακοσμητική μπάλα από μωβ γυαλί, γεμάτη φυσαλίδες που αντανακλούσαν το φως του ήλιου που έμπαινε μέσα απ’ τις μπαλκονόπορτες  του καθιστικού. Ακούμπησα το γάλα πάνω στο τραπέζι, έπιασα την μπάλα και του την πρόσφερα. Εκείνο την πήρε στα χέρια του και μου χαμογέλασε, ένα γλυκύτατο χαμόγελο γεμάτο με κάτι τέλεια άσπρα δόντια.
-«Ταλίκ» μου είπε. Η φωνή του ήχησε λεπτή και καθαρή, σαν κελάηδισμα.
Γονάτισα μπροστά του, γεμάτος απορία.
-«Έτσι σε λένε;» το ρώτησα χαζά.
Εκείνο ένευσε καταφατικά, άρχισε να χαϊδεύει την μπάλα και επανέλαβε την παράξενη εκείνη λέξη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα τζάμια του καθιστικού τραντάχτηκαν από μια δυνατή έκρηξη.
-------
Έτρεξα στη μπαλκονόπορτα, την άνοιξα και βγήκα στο μπαλκόνι. Κάτω στο δρόμο γινόταν χαλασμός. Το οδόστρωμα είχε γεμίσει από ένα πυκνό πλήθος  ανθρώπων που έτρεχαν εδώ και εκεί, έσπαγαν αυτοκίνητα και παράθυρα και αναποδογύρισαν ξέχειλους κάδους απορριμμάτων. Πιο μακριά, πίσω απ’ τις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών, στήλες πυκνού μαύρου καπνού λέκιαζαν τον ουρανό που είχε πήξει από ελικόπτερα. Ο αέρας βρωμούσε απ’ την αποφορά του καμένου λάστιχου και των δακρυγόνων ενώ οι κραυγές του εξαγριωμένου πλήθους που φώναζε ρυθμικά  συνθήματα στ’ αραβικά, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν φρενιασμένη λιτανεία. Η  κατάσταση επιδεινώνονταν όλο και περισσότερο. Εδώ που τα λέμε, ήταν αναπόφευκτο. Απ’ την ημέρα που το άτυχο εκείνο παιδί από το Πακιστάν είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια μιας μαχητικής διαδήλωσης υπέρ της ανέγερσης μουσουλμανικού τεμένους στο κέντρο της Αθήνας, η κατάσταση είχε εκτροχιαστεί επικίνδυνα και η επιθετικότητα των αστυνομικών δυνάμεων δεν είχε βοηθήσει καθόλου την όλη κατάσταση. Και τώρα το κέντρο της Αθήνας είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης, σε μια αιματηρή αναμέτρηση ανάμεσα σε μουσουλμάνους λαθρομετανάστες, ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς και στα ΜΑΤ που προσπαθούσαν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να επιβάλλουν την έννομη τάξη.      
Ξαναμπήκα στο καθιστικό και κοίταξα τον μικρό μου επισκέπτη που κρατούσε την μπάλα στα χέρια του και την κοίταζε με περιέργεια. Εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Μου φάνηκε πολύ τρομαγμένος και πάλι, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή, κάτι άστραψε στο μυαλό μου. Μια έκλαμψη έμπνευσης. Καθώς τον έβλεπα να σφίγγει στα χέρια του εκείνη τη μπάλα που έμοιαζε με την κρυστάλλινη σφαίρα ενός μάγου, μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Του έκανα ένα καθησυχαστικό νεύμα και άνοιξα το παλιό σεντούκι με τα μαγικά μου σύνεργα που στεκόταν σε μια γωνιά του καθιστικού.
Και μετά άρχισε η παράσταση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου