Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ








Η σιωπή. Αυτό ήταν. Το βουητό των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη λεωφόρο κάτω απ’ τη βεράντα είχε σταματήσει. Τα κορναρίσματα και ο θόρυβος των κινητήρων τους, τα μαρσαρίσματα των δικύκλων, ακόμα και το ενοχλητικό ντάπα-ντούπα απ’ τα ηχεία των ηλιθίων που οδηγούσαν ακούγοντας μουσική στη διαπασών για να κάνουν φιγούρα, είχαν εξαφανιστεί τελείως. Είχαν δώσει τη θέση τους σε μια αλλόκοτη σιγαλιά που κρεμόταν γύρω του σαν υγρή κουβέρτα… Θα’ λεγε κανείς πως ολόκληρος ο φασαριόζικος έξω κόσμος είχε εξαφανιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη, έτσι απλά, σαν την εικόνα μιας τηλεόρασης που κάποιος τη βγάζει απ’ τη πρίζα.
Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε. Κυριεύτηκε από ένα συναίσθημα που ήταν πανάρχαιο και ενστικτώδες, μια αρχέγονη αντίδραση απέναντι σ’ εκείνη τη δυσοίωνη και εντελώς αφύσικη απουσία κάθε θορύβου. Τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν. Το τρίξιμο της εφημερίδας που απλωνόταν πάνω τους ακούστηκε εκκωφαντικό μέσα στην παράξενη εκείνη ησυχία, σαν το προειδοποιητικό κροτάλισμα ενός θυμωμένου ερπετού της ερήμου.
Το φως του λαμπατέρ τρεμόπαιξε. Εκείνος τινάχτηκε σαν να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός και στράφηκε προς το μέρος του με αγωνία καθώς η σκέψη ότι μετά την παράξενη εκείνη σιωπή θα ερχόταν και το σκοτάδι, τον έκανε να παγώσει. Ευτυχώς όμως, μόλις έσφιξε το λαμπτήρα στο ντουί του, το φως σταθεροποιήθηκε και πάλι.
-«Καλησπέρα. Ελπίζω να μην σας τρόμαξα πάρα πολύ!»
Ο Γιάννης έμεινε ακίνητος, καθισμένος ακόμα στην πολυθρόνα με την εφημερίδα στα γόνατά του και το δεξί του χέρι χωμένο στο σκιάδι του λαμπατέρ. Έστρεψε το κεφάλι του αργά-αργά προς το μέρος απ’ όπου είχε ακουστεί εκείνη η ευγενική και απαλή φωνή και αντίκρισε έναν μικρόσωμο άνδρα μέσης ηλικίας, άψογα ντυμένο μ’ ένα καλοραμμένο κοστούμι από σκουρόχρωμο βελούδο, να κάθεται απέναντί του, σε κάποια απ’ τις υπόλοιπες πολυθρόνες του καθιστικού, και να τον κοιτάζει χαμογελώντας καλοκάγαθα.
-«Ποιος είστε;» τον ρώτησε κατάπληκτος.
-«Είμαι ο διάβολος,» του απάντησε εκείνος, «ο άρχοντας του σκότους αυτοπροσώπως. Και έχω έρθει απόψε εδώ πέρα για να πραγματοποιήσω τρεις επιθυμίες σας, με το γνωστό αντίτιμο φυσικά!»

 
Ο Γιάννης ξαναβούλιαξε στην αγκαλιά της πολυθρόνας και απέμεινε να κοιτάζει τον απρόσκλητο επισκέπτη ακίνητος, υπερβολικά έκπληκτος για να μπορέσει να κάνει κάτι άλλο.
-«Τι εννοείται όταν λέτε ότι είστε ο διάβολος;» τον ρώτησε αμήχανα, «δηλαδή υποστηρίζετε ότι είστε ο Βελζεβούλης; Ο γνωστός σατανάς;»
-«Αυτός ακριβώς.»
Η σιωπή που κρεμάστηκε ανάμεσά τους ήταν τόσο εύγλωττη που ο ηλικιωμένος κύριος πρόσθεσε:
-«Δεν με πιστεύετε;»
-«Ομολογώ πως όχι,» ήταν η ευγενική απάντηση του Γιάννη, «αλλά, όποιος και να είστε, θα σας παρακαλέσω να μιλάτε πιο σιγανά γιατί η Ιουλία, η γυναίκα μου, κοιμάται στην κρεβατοκάμαρά μας και δεν θέλω να την ξυπνήσουμε!»
-«Το γνωρίζω αυτό,» τον πληροφόρησε ο συνομιλητής του. «Αλλά μην ανησυχείτε καθόλου. Δεν πρόκειται να ξυπνήσει για τον απλούστατο λόγο ότι ο ήχος των φωνών μας δεν θα ξεπεράσει ποτέ τα όρια αυτού του σαλονιού.»
-«Εσείς το προκαλείτε αυτό;»
-«Μα φυσικά. Είμαι ο άρχοντας του κακού. Μπορώ και κάνω ότι θέλω!»
Ο Γιάννης τον κοίταξε αμίλητος, χωρίς να του απαντήσει. Περιεργάστηκε με το βλέμμα του τον παράξενο εκείνο τύπο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πολύ λιγότερο τρομακτικός απ’ όσο θα έπρεπε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πράα και ευγενικά και το βλέμμα του μάλλον καλοκάγαθο. Τα κόκκινα μάτια και τα κέρατα που θα περίμενε κανείς να τον στολίζουν, έλαμπαν δια της απουσίας τους.
-«Δεν με πιστεύετε έτσι;» τον ξαναρώτησε εκείνος χωρίς να δείχνει θυμωμένος απ’ αυτό το γεγονός, «Α, μα τότε θα πρέπει να κάνω κάτι πιο δραστικό για να σας αλλάξω γνώμη!» Με το που είπε αυτά τα λόγια, κροτάλισε τα δάχτυλά του και το χαλί που κάλυπτε το πάτωμα του καθιστικού, άρχισε να μεταβάλλεται:
Τα στυλιζαρισμένα λουλούδια του που περικύκλωναν ένα κεντρικό μοτίβο από αλληλοδιαπλεκόμενους μαιάνδρους κινήθηκαν ξαφνικά και ξεδιπλώθηκαν προς τα πάνω. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Γιάννη μεγάλωσαν σε μέγεθος, έγιναν τρισδιάστατα και αφού ξεπρόβαλαν μέσα απ’ το υλικό του χαλιού, σχημάτισαν ένα μικρό λιβάδι που άρχισε να φωσφορίζει αχνά κάτω απ’ το απαλό φως του λαμπατέρ εκπέμποντας μια γαλαζωπή λάμψη που ήταν ψυχρή και ομοιόμορφη, σαν τη φωταύγεια που εκπέμπουν οι παράξενοι οργανισμοί που ζουν στα ανήλιαγα βάθη των ωκεανών. Το κεντρικό μοτίβο με τους μαιάνδρους μεταμορφώθηκε σε μια στρογγυλή λιμνούλα από καταγάλανο νερό που κυμάτιζε απαλά. Ο Γιάννης που είχε μαζέψει τα πόδια του ώστε να μην τ’ ακουμπούν τα πέταλα των αφύσικων εκείνων λουλουδιών, ξανακοίταξε τον επισκέπτη του με κομμένη την ανάσα.
-«Με πιστεύετε τώρα;» τον ρώτησε αυτός μ’ ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο. Ο Γιάννης ξαναμελέτησε το πρόσωπό του που διαγραφόταν ανάγλυφο κάτω απ’ το διπλό φως του αλλόκοτου λιβαδιού και του λαμπατέρ και απέτυχε για άλλη μια φορά να διακρίνει το παραμικρό χαρακτηριστικό που θα πρόδιδε την καταχθόνια φύση του. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν γλυκά και φωτεινά, το πρόσωπό του παρέμενε πράο και καλοσυνάτο. Κι όμως, αυτός ο ευγενικός και χαριτωμένος εκείνος άνθρωπος μόλις είχε μεταμορφώσει το χαλί του σε βοτανικό κήπο…
-«Σας πιστεύω» του απάντησε με βαριά φωνή.
-«Πολύ καλά,» ήταν το σχόλιο του διαβόλου, «και τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε το παιχνίδι μας. Τις τρεις ευχές που σας είπα.»
-«Ένα λεπτό, ένα λεπτό!» τον έκοψε ο Γιάννης, «για ποιο λόγο το κάνετε αυτό; Και γιατί διαλέξατε εμένα; Και γιατί πιστεύετε ότι θα συμφωνήσω να κάνω κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την αθάνατη ψυχή μου;»
Ο διάβολος σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος του και πήρε μια υπομονετική έκφραση, λες και προσπαθούσε να εξηγήσει ένα πολύ απλό θεώρημα σ’ έναν εξαιρετικά αργόστροφο μαθητή:
-«Η αποψινή μου επίσκεψη αποτελεί το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που έχω κάνει με τον θεό,» άρχισε να του λέει, «Κάθε εκατό χρόνια περίπου, επισκέπτομαι έναν άνθρωπο και του κάνω μια συγκεκριμένη πρόταση: Να πραγματοποιήσω τρεις ευχές του με αντάλλαγμα την ψυχή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο παρακολουθούμε την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους στο διάβα των αιώνων. Μέχρι τώρα βέβαια, τα συμπεράσματά μας υπήρξαν μάλλον απογοητευτικά. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων είναι υπερβολικά στερεότυπες και βαρετές. Σεξ, νιάτα και εξουσία κυρίως. Εσείς άραγε, θα αποτελέσετε τη μεγάλη εξαίρεση;»
-«Κι αν αρνηθώ να παίξω το παιχνίδι σας;» τον ρώτησε ο Γιάννης επιφυλακτικά.
-«Φοβάμαι πως δεν έχετε αυτή την επιλογή,» του απάντησε ο διάβολος με μια φωνή που ξαφνικά ακούστηκε βαθιά και δυσοίωνη, σχεδόν σπηλαιώδης. Ταυτόχρονα ένα παγερό κύμα αέρα κυκλοφόρησε μέσα στο σαλόνι και χτύπησε τον Γιάννη στο πρόσωπο. Εκείνος ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο αλλά δεν επέτρεψε στον πανικό που ανασάλεψε μέσα του να τον κυριεύσει.
-«Ότι θέλω;» ρώτησε τον άρχοντα του σκότους, «το σπίτι των ονείρων μου για παράδειγμα;»
-«Όπως επιθυμείτε!» αναφώνησε ο διάβολος κροταλίζοντας τα δάχτυλα του μ’ ενθουσιασμό. Και μέσα σε μια στιγμή, το μισοσκότεινο σαλόνι με τα παλαιικά έπιπλα και τους παλιομοδίτικους πίνακες εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε ένα βαθύ σκοτάδι.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου