Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ





ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ



Τα μάτια μου άνοιξαν στο σκοτάδι. Ένιωσα μια ένταση στον αέρα, τη βεβαιότητα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Άλλαξα πλευρό και κοίταξα του δείκτες του ρολογιού που φωσφόριζαν απαλά πάνω στο κομοδίνο. Η ώρα ήταν τρεις το πρωί. Ήξερα πως ονειρευόμουν. Ένιωθα πως κατά κάποιο τρόπο είχα εισβάλλει στο βασίλειο κάποιου αλλόκοτου εφιάλτη. Σηκώθηκα όρθιος, πλησίασα το παράθυρο και τράβηξα στο πλάι τις κουρτίνες, χωρίς ν' ανάψω το φως.

Το γνώριμο πρόσωπό της γειτονιάς ξεδιπλώθηκε μπροστά μου σαν μισοφωτισμένος πίνακας ζωγραφικής.

Τα κίτρινα φώτα της ΔΕΗ έκαναν την άσφαλτο του άδειου δρόμου να γυαλίζει ενώ οι προσόψεις των γύρω πολυκατοικιών υψώνονταν σκοτεινές και σφραγισμένες δίπλα στα έρημα πεζοδρόμια. Τα κλαδιά του δέντρου που φύτρωνε δίπλα στο φανάρι της γωνίας άπλωναν παράξενες σκιές πάνω σε δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Το διάχυτο εκείνο φως, χλωμό και ασθενικό σαν ξεπλυμένο, πρόσθετε μια δυσοίωνη πινελιά στην εικόνα που συνέθεταν οι γύρω πολυκατοικίες, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, το φανάρι και ο κάδος των απορριμάτων που στέκονταν δίπλα του.

Ένα μαύρο λεωφορείο ξεπρόβαλε τότε απ’ τη στροφή του δρόμου. Η όψη του είχε κάτι το εξωπραγματικό. Κινούνταν εντελώς αθόρυβα, τα φώτα του ήταν σβηστά ενώ τα παράθυρά του έμοιαζαν να είναι καλυμμένα από μια μαύρη μεμβράνη που δεν άφηνε να φανεί τίποτα από το εσωτερικό του.

Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας μου. Αυτό ήταν από μόνο του πολύ παράξενο αφού δεν υπήρχε καμία στάση εκεί πέρα.

Ένα σούρσιμο ήχησε μέσα στη νυχτερινή σιωπή. Κοίταξα αλαφιασμένος πάνω από τον ώμο μου:

Το φως του μικρού διαδρόμου που ξεκινούσε πίσω από την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν αναμμένο. Κάποιος έσερνε αργά τα βήματά του εκεί πέρα.

Απομακρύνθηκα απ’ το παράθυρο και πλησίασα την πόρτα. Χίλιες-μύριες πιθανότητες πέρασαν απ' το μυαλό μου, ότι μπορεί να είχαν μπει κλέφτες στο σπίτι ή ότι κάποιο μεγάλο ποντίκι εξερευνούσε το διάδρομο που έβγαζε στο χολ.

Όταν άνοιξα την πόρτα, ανακάλυψα πως το φως του μικρού γλόμπου που κρέμονταν απ’ το γύψινο ταβάνι του διαδρόμου ήταν ανεξήγητα αδύναμο, σαν να είχε μειωθεί η τάση του ρεύματος. Μια γυναίκα που έμοιαζε με τη μητέρα μου περπατούσε αργά προς την εξώπορτα που βρίσκονταν στο τέλος του διαδρόμου. Φορούσε άσπρες πυτζάμες και τα μαλλιά της ήταν δεμένα σε κότσο πίσω απ' το κεφάλι της. Μια μαύρη τούφα ξέφευγε απ' το σφιχτό δέσιμο τους και κρέμονταν άτονα στο σβέρκο της.

Ο αέρας είχε την υγρή εκείνη ψύχρα που νοιώθει κανείς όταν μπαίνει σε μια σπηλιά ενώ μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.

Την πλησίασα και την άγγιξα στον ώμο. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε. Το πρόσωπό της χαράχτηκε άψυχο κάτω απτο ασθενικό φως του διαδρόμου, σκαμμένο και ανέκφραστο, ενώ τα μάτια της έμοιαζαν με δίδυμες σφαίρες από μαύρο γυαλί που γυάλιζαν άδειες από κάθε ίχνος ζωής.

-«Μαμά, γιατί σηκώθηκες τέτοια ώρα;» τη ρώτησα, «έλα να ξαπλώσεις!»

-«Πρέπει να πάρω το λεωφορείο,» μου απάντησε εκείνη, «Τέτοια ώρα περνάει.»

Η φωνή της ακούστηκε άτονη και καταθλιπτική. Μια αίσθηση παραίτησης και κούρασης την τύλιγε σαν αόρατος μανδύας.

Με την άκρη του ματιού μου έπιασα μια κίνηση πίσω απ’ τον ώμο της. Έκανα μια κίνηση για να δω καλύτερα και μόλις και πρόλαβα να διακρίνω κάτι σαν μαυριδερή σιλουέτα με απροσδιόριστο σχήμα να χώνεται πίσω απ' τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου. Ένας τρελός φόβος με κατέλαβε τότε.

Την έπιασα απ’ το χέρι και της είπα:

-«Δεν έχεις να πας πουθενά! Θα κάτσεις εδώ, μαζί μου, μέχρι να ξημερώσει!»

Το διαπεραστικό και μονότονο κουδούνισμα του ξυπνητηριού με ξύπνησε απότομα. Η ώρα ήταν έξι και μισή το πρωί, το γκρίζο φως της αυγής έμπαινε από το παράθυρο και εγώ έπρεπε να σηκωθώ για να πάω στη δουλειά μου. Αναστέναξα βαθιά με βαθιά ανακούφιση:

Ήταν απλώς ένα άσχημο όνειρο, τίποτα περισσότερο.


2 σχόλια:

  1. .... πολύ καλογραμμένο κείμενο..... Θες.. να το διαβάσεις.. να το ρουφήξεις όλο... γρήγορα... για να δείς.. πώς τελειώνει.....!...... μπράβο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή