Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑ






αθόμουν σε κάποιο απ' τα πλαϊνά καθίσματα του τραμ και καθώς δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου το προηγούμενο βράδυ, κουτουλούσα σαν μεθυσμένο κοτόπουλο. Λίγο η καλοκαιρινή ζέστη, λίγο ο ελαφρύς και μονότονος κλυδωνισμός του βαγονιού, κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος.

Ένιωσα τότε το σώμα μου να ξαναγεμίζει απ' τη βαθιά εκείνη δόνηση που το είχε πλημμυρίσει την προηγούμενη νύχτα. Τα κόκαλά μου τρεμούλιασαν σαν τεντωμένες χορδές. Άνοιξα τα μάτια μου και ανακάλυψα ότι ήμουν εντελώς μόνος μέσα στο βαγόνι που πριν από λίγο ήταν τιγκαρισμένο από κόσμο. Επίσης, βαθύ σκοτάδι απλωνόταν έξω απ' τα παράθυρά του.  
Οι πόρτες του τραμ τραβήχτηκαν στο πλάι και μπροστά μου εμφανίστηκε η πλατφόρμα μιας στάσης που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. 
Σηκώθηκα όρθιος, βγήκα απ' το βαγόνι και πάτησα πάνω σε μια παράξενη εξέδρα. Ήταν φτιαγμένη από ένα γυαλιστερό υλικό που έμοιαζε με πορσελάνη και φωτιζόταν από κάτι λευκά φώτα που κρέμονταν από μια σειρά φανοστατών που θύμιζαν στην όψη μίσχους τεράστιων λουλουδιών. 
Μ' ένα μικρό σοκ κατάλαβα ότι βρισκόμουν για μια ακόμα φορά στην παράξενη πόλη που είχα ονειρευτεί το προηγούμενο βράδυ, λουσμένος απ' τα λευκά της φώτα που έπεφταν πάνω σε βρεγμένους δρόμους και γυαλιστερούς τοίχους γεμάτους υγρασία.
Αλλά πόσο διαφορετικό ήταν εκείνο το μέρος! Πόσο ανόμοιο με την πόλη που είχα συνηθίσει! Εκείνο το περιβάλλον μου ήταν εντελώς άγνωστο. Ξένο. Παράξενο αλλά πανέμορφο ταυτόχρονα.  
Οι συνηθισμένες πολυκατοικίες με τις ευθείες γραμμές, τις απρόσωπες προσόψεις και τα επίπεδα μπαλκόνια που συνθέτουν το αστικό τοπίο της Αθήνας, είχαν εξαφανιστεί. Τη θέση τους είχαν πάρει κάτι καταπληκτικά κτίρια που άστραφταν σαν να ήταν καλυμμένα από μαργαριταρόσκονη. Τα χρώματά τους μου θύμισαν τα εσωτερικά κοχυλιών που έχει ξεβράσει ο ωκεανός. Ιρίδιζαν εκπέμποντας παστέλ αποχρώσεις του γαλάζιου, του ρόδινου και του βιολετί.  Αλλά το πιο εκπληκτικό τους χαρακτηριστικό ήταν η ολοκληρωτική απουσία κάθε γωνίας και κάθε μυτερής άκρης. Ήταν όλα τους κυματιστά και θύμιζαν λιγάκι εκείνα τα υπέροχα κτίρια που έκτισε ο Γκαουντί στην πόλη της Βαρκελώνης. Ξεχείλιζαν από σπειροειδείς και καμπυλωτές επιφάνειες που ανέδιδαν μια οργανική αίσθηση. Τα χρώματα που τα κάλυπταν ήταν εξίσου καταπληκτικά, αναλώνονταν το ένα μέσα στο άλλο και μεταλλάσσονταν τόσο σταδιακά που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το σημείο απ' όπου  ξεκινούσε το ένα και τελείωνε το άλλο, σε πιο ακριβώς σημείο το ροζ άλλαζε σε γαλάζιο και το γαλάζιο σε αχνό βιολετί. Ανάμεσα στην τρισδιάστατη εκείνη φαντασμαγορία ξεχώριζαν μπαλκόνια και βεράντες που έμοιαζαν με ομπρέλες μανιταριών και κάλυκες τεράστιων χρυσάνθεμων, σκάλες που στριφογύριζαν σαν τα κέρατα μυθικών μονόκερων καθώς και οβάλ και κυκλικά παράθυρα που διαγράφονταν περικυκλωμένα από πολύχρωμα μοτίβα αστραφτερών μωσαϊκών. Μπροστά τους ξεδιπλώνονταν πεζοδρόμια που κυμάτιζαν απαλά σαν τα πετρωμένα νερά αρχαίων ποταμών. Τα πάντα φωτίζονταν από λυγερούς φανοστάτες που έμοιαζαν με λεπτεπίλεπτα λουλούδια. 
Ακόμα και οι δρόμοι που ξετυλίγονταν ανάμεσα στα υπέροχα εκείνα κτίρια ήταν ελικοειδείς  και καμπυλωτοί και ελίσσονταν ανάμεσά τους σαν μαγικά μονοπάτια που οδηγούσαν σε μυστικές αυλές και κρυμμένες πλατείες. 
Ήταν ένα ανυπέρβλητο πανόραμα που το αποτελούσαν χυτά πεζοδρόμια, κυματιστές προσόψεις και περίτεχνες στέγες που έμοιαζαν με δάση από κεραμοσκεπείς βολβούς και κελύφη σαλιγκαριών. Ο αέρας είχε μια αίσθηση σαν να είχε μόλις βρέξει. Γύρω μου αιωρούνταν αναρίθμητα σταγονίδια ασημένιας υγρασίας καθώς και μια βελούδινη σιωπή. 
Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα κύμα ανόθευτης ευδαιμονίας και χαράς:
Λες και είχα ξαναγίνει μικρό παιδί και περπατούσα σ΄ένα κοσμοπλημμυρισμένο δρόμο κρατώντας το χέρι του πατέρα μου που με πήγαινε στον κινηματογράφο ή σαν έφηβος που με την παρέα του πηγαίνει στο πρώτο του σχολικό πάρτι. 
Κοίταξα γύρω μου με μάτια αστραφτερά και διαπίστωσα ότι στεκόμουν ολομόναχος στην άγνωστη αποβάθρα. Μια γυάλινη οροφή που καλυπτόταν από αφηρημένα βιτρό απλωνόταν πάνω απ' το κεφάλι μου σαν διάφανη ομπρέλα. 
Αν και γύρω μου κρεμόταν εκείνη η γλυκιά σιωπή, μπορούσα να νιώσω περισσότερο παρά να ακούσω ένα ελαφρύ κουδούνισμα, κάτι σαν τον απόηχο από αναρίθμητα ασημένια καμπανάκια που κρέμονταν απ' τα κυματιστά μπαλκόνια και τις βεράντες των γύρω κτιρίων και ηχούσαν γλυκά και διακριτικά μέσα στη νύχτα. Ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε να στραφταλίζει ανεπαίσθητα γύρω μου, λες και ήταν φορτισμένος με κάποιο αόρατο ενεργειακό πεδίο. 
Θέλησα να εξερευνήσω την πανέμορφη εκείνη πόλη, να περιπλανηθώ στους φωτεινούς δρόμους και στα κυματιστά της πεζοδρόμια, να διασχίσω τις πλατείες και να κρυφοκοιτάξω μέσα απ' τα παράθυρα των όμορφων κτιρίων της. 
Εκείνη τη στιγμή άκουσα πίσω απ' την πλάτη μου ένα απαλό νιαούρισμα. Γύρισα το κεφάλι μου και βρέθηκα αντιμέτωπος με μια μεγαλόσωμη γάτα που καθόταν στην άκρη της αποβάθρας και με κοιτούσε εξεταστικά. Τα μάτια της ήταν λαμπερά σαν δίδυμα σμαράγδια. 
Η γάτα σηκώθηκε στα πόδια της και μου νιαούρισε για δεύτερη φορά. Έτσι μεγαλόσωμη και σκουρόχρωμη που ήταν, έμοιαζε λιγάκι με μαύρο πάνθηρα. Δεν ανέδινε ωστόσο καμία απειλή. Αντίθετα, ένιωσα ότι με προσκαλούσε να την ακολουθήσω.
Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της και εκείνη πήδηξε απ' την  πλατφόρμα και άρχισε να περπατάει με αργά και νωχελικά βήματα πάνω στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο που απλώνονταν μπροστά απ΄ τα παραμυθένια κτίρια της άγνωστης πόλης. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου