Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ




Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Τυλίχτηκε με το μάλλινο μπουρνούζι του, σηκώθηκε όρθιος και σύρθηκε μέχρι την πόρτα του διαμερίσματος. Έριξε μια επιφυλακτική ματιά μέσα απ’ το ματάκι της και η καρδιά του σφίχτηκε φοβισμένη: Μπροστά στην πόρτα είχε στηθεί ένας απ’ τους μπρατσαράδες που έκαναν πόρτα στο μπαρ. Ένας βλοσυρός μορφασμός χάραζε άσχημες γραμμές πάνω στο βάρβαρο και σαρκώδες πρόσωπό του.

Χίλιες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του, η μια χειρότερη από την άλλη. Προφανώς τον είχε στείλει η κοπέλα που είχε βρίσει στο τηλέφωνο, για να καθαρίσει για πάρτη της και να τον τιμωρήσει για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.

Ο τύπος ξαναπίεσε το κουδούνι, πιο παρατεταμένα αυτή τη φορά, και εκείνος κατάλαβε ότι είχε μπλέξει άσχημα. Κουλουριάστηκε πίσω απ’ τη λεπτή πόρτα και προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Το μυαλό του δεν δούλευε πολύ καλά, ζαλιζόταν περισσότερο από ότι συνήθως, έβλεπε αστράκια με τις άκρες των ματιών του και ο λαιμός του σφιγγόταν, έτοιμος να ξεσπάσει σε μια καινούργια κρίση βήχα. Αν άνοιγε την πόρτα και άφηνε τον τύπο να μπει μέσα την είχε άσχημα. Σίγουρα θα τον πλάκωνε στο ξύλο και στην καλύτερη περίπτωση θα κατέληγε στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά και μύτη. Αν πάλι προσπαθούσε να του μιλήσει και να τον ηρεμήσει κρυμμένος πίσω απ’ την πόρτα, ο άλλος θα τον ξεφτίλιζε εντελώς και μαζί με την παρέα του θα τον θεωρούσαν τόσο δειλό που από’ δω και εμπρός θα του έκαναν το βίο αβίωτο. Αν πάλι καλούσε την αστυνομία, το δίκιο θα ήταν με το μέρος τους. Μέχρι και μήνυση μπορούσαν να του κάνουν για εξύβριση, άσε που μάλλον είχαν λαδώσει τους αστυνομικούς, έτσι κι αλλιώς.

Εκείνη τη στιγμή έκανε μια νοερή έκκληση για βοήθεια. Δεν τα έβγαζε πέρα από μόνος του, πάει και τελείωσε. Αν υπήρχε κάποια προστατευτική δύναμη στο σύμπαν που μπορούσε και ήθελε να τον ακούσει, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνει κάτι.

Με την άκρη του ματιού του είδε την κατσαρίδα να πηδάει στο πάτωμα, να τρέχει καταμήκος του τοίχου και να χάνεται σε μια γωνιά. Προφανώς είχε τρομάξει από τη φασαρία, ίσως μάλιστα και να είχε νιώσει τη μοχθηρία του τύπου πίσω απ’ την πόρτα.

Ο τύπος χτύπησε την πόρτα, αυτή τη φορά με τη γροθιά του, αρκετά δυνατά ώστε να την κάνει να τρανταχτεί ολόκληρη.

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, πήρε μια βαθιά αναπνοή και ετοιμάστηκε να την ανοίξει, και «ότι βρέξει ας κατεβάσει», σκέφτηκε στωικά.

Την τελευταία στιγμή σκέφτηκε να ρίξει μια δεύτερη ματιά μέσα απ’ το ματάκι. Είδε τον τύπο να κοιτάζει έκπληκτος προς τα πάνω αρχικά, δεξιά και αριστερά στη συνέχεια, ενώ μια έκφραση αηδίας και κατάπληξης απλωνόταν στο κτηνώδες πρόσωπό του με το μικρό γενάκι και τα βλογιοκομμένα μάγουλα. Η λάμπα του διαδρόμου άρχισε ν’ αναβοσβήνει ενώ παράξενες σκιές έμοιαζαν να σέρνονται στους κακοφωτισμένους τοίχους του.

Ο τύπος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, γύρισε την πλάτη του στην πόρτα και άρχισε να απομακρύνεται με βήμα που ήταν κάπως βεβιασμένο. Εκείνος περίμενε λιγάκι, μέχρι ν’ αδειάσει ο διάδρομος και μετά άνοιξε την πόρτα διστακτικά.

Έμεινε ακίνητος και γούρλωσε τα μάτια του κατάπληκτος:

Ο διάδρομος είχε γεμίσει κατσαρίδες. Εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως από δαύτες σερνόταν στους τοίχους σχηματίζοντας μια ζωντανή ταπετσαρία. Άλλες πάλι περπατούσαν πάνω στο γυάλινο διακοσμητικό της λάμπας σαν ένα σμάρι από καφέ μύγες υπερφυσικού μεγέθους.

Και τότε κατάλαβε ότι ήταν οι κατσαρίδες που είχαν διώξει εκείνο τον τραμπούκο. Είχαν έρθει για να τον βοηθήσουν. Ένα κύμα ευγνωμοσύνης φούσκωσε μέσα του. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα, έκανε ένα βήμα μέσα στο διάδρομο, στάθηκε κάτω από τη λάμπα, άπλωσε τα χέρια του και τις κοίταξε χαμογελαστός:

-«Σας ευχαριστώ,» τους είπε, «σας ευχαριστώ πολύ!»



1 σχόλιο:

  1. ααααααααααααααααα..... πολύ ωραίο.... έξυπνο, γρήγορο..... Μπράβο.. μπράβο...... Ερρίκο.... και μπράβο και στις κατσαρίδες..... ε ??...... μου άρεσε πολύ η έμπνευση, που είχες, να το γράψεις αυτό....!..... καλησπέρα...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή