Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ






Μια απαλή αύρα με χάιδεψε στην πλάτη και έκανε τον σβέρκο μου να παγώσει. Ένιωσα τις τριχούλες του να σηκώνονται όρθιες, η μια μετά την άλλη, σαν να τις άγγιζε ένα  αόρατο πεδίο στατικού ηλεκτρισμού.
Και τότε αισθάνθηκα πολύ έντονα, και απόλυτα τελεσίδικα, πως κάποιος ή κάτι είχε προσγειωθεί πάνω στην ταράτσα και με κοιτούσε. Απτά σχεδόν κύματα μοχθηρίας κατέκλυσαν την ακίνητη ατμόσφαιρα, η αίσθηση μιας παρουσίας που αποτελούταν από οργή που σιγόβραζε και από ένα διάπυρο μίσος που ακτινοβολούσε μέσα στη νύχτα σαν λάμπα αλογόνου. 
Έκλεισα τα μάτια μου, γύρισα μονοκόμματα και πήρα μια βαθιά αναπνοή. Μετά τ’ άνοιξα και πάλι και αντίκρυσα μια μορφή να στέκεται στο κέντρο της ταράτσας, ένα ανθρωπόμορφο αποτύπωμα από μελάνι που διαγραφόταν σαν μισοσβησμένη τοιχογραφία πάνω στο σκοτεινό τοίχωμα της νύχτας.
Η παρουσία εκείνη άρχισε να κινείται, να με πλησιάζει με βήματα ανάλαφρα και υπολογισμένα, σαν αιλουροειδές που κινείται προσεκτικά προς το αβοήθητο θύμα του.
Καθώς η μορφή με πλησίασε ακόμα περισσότερο, τα καμμένα χαρτιά που γέμιζαν την ταράτσα άρχισαν να αιωρούνται γύρω της αθόρυβα, να παρασύρονται από έναν απαλό άνεμο που την τύλιγε σιωπηλά σαν την τελευταία εκπνοή ενός ετοιμοθάνατου. Τα είδα να ζαρώνουν αγκαλιασμένα από κάποια αόρατη φλόγα και να μετατρέπονται σε καυτές στάχτες που σκόρπιζαν στον ακίνητο αέρα φεγγοβολώντας βαθυκόκκινες, σαν πυρακτωμένες πούλιες.
Η μορφή στάθηκε απέναντί μου, στην απόσταση που καλύπτει ένα τεντωμένο χέρι. Σήκωσε το κεφάλι της και ο καταρράκτης των μαλλιών που το σκέπαζαν, των μαλλιών που ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και λαμπερά σαν ένα πέπλο χειμωνιάτικης πάχνης, χωρίστηκε στη μέση.
Και εκείνη με κοίταξε.
Αντίκρυσα ένα πρόσωπο γυναικείο, λευκό σαν πορσελάνη, με μάτια αμυγδαλωτά που είχαν το μαύρο χρώμα της αβύσσου, ένα μαύρο που ήταν και φωτεινό συνάμα, πλημμυρισμένο απ’ τις αντανακλάσεις μυριάδων ξένων αστεριών. Τα μήλα του προσώπου της έστεκαν ψηλά και τα χείλη της ήταν σαρκώδη και αισθησιακά στο σχήμα, σαν τα πέταλα ενός δηλητηριώδους λουλουδιού της νύχτας, αλλά σκουρόχρωμα και πορώδη, σαν φρεσκοστρωμμένη άσφαλτος.
Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα που άφηνε ελεύθερο μόνο το πρόσωπο και το λεπτό λαιμό της. Ένα βαρύ μενταγιόν κρεμόταν πάνω στα στήθη της, μια ασημένια καδένα που αποτελούταν από τρεις ομόκεντρους κύκλους οι οποίοι περικύκλωναν έναν τετραγωνισμένο ρόμβο, σαν μια σχηματική αναπαράσταση του κόσμου που απλωνόταν γύρω απ’ την ταράτσα.
Η γυναίκα μου χαμογέλασε και το χαμόγελο της ήταν τρομερό. Έμοιαζε με το μορφασμό μιας τίγρης.
-«Καλώς όρισες,» μου είπε.
Η φωνή της ακούστηκε στεγνή και απαλή, σαν το τσαλάκωμα παλιών εφημερίδων, σαν το σφύριγμα του άνεμου που γλυστράει ανάμεσα σε σκουριασμένα καλώδια ηλεκτροδότησης. Τα μάτια της άστραψαν περιπαιχτικά, γέμισαν με τη φευγαλέα λάμψη μιας μακρινής οξυγονοκόλλησης.                                                                                                                    -«Ποιά είσαι;» τη ρώτησα. Η δική μου φωνή ήχησε ψιλή και τρομαγμένη, σαν να είχα ξαναγίνει οκτώ ετών και να ζητούσα βοήθεια από κάποια ξένη, έχοντας χαθεί καθώς εξερευνούσα κάποια ξένη γειτονιά.
-«Αυτοί που με λατρεύουν, με αποκαλούν Η κυρά της Πόλης» μου είπε, « Είναι μια αρκετά ταιριαστή ονομασία και μου αρέσει.» «Είμαι αθάνατη,» πρόσθεσε.
Εκανε αυτή τη δήλωση απλά και αδιάφορα σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου. «Είμαι μια θεά, ένα πνεύμα, μια σκεπτομορφή που γεννήθηκε μέσα στους μεγαλιθικούς πύργους από ατσάλι και γυαλί που χτίζετε τόσο απερίσκεπτα πάνω στο πρόσωπο του κόσμου, μέσα στις πολυκατοικίες σας που σαν κυψέλες θ’ αγκαλιάσουν κάποια μέρα ολόκληρη τη γη. Με ξύπνησαν οι  αναρίθμητες κατάρες σας, μ’ έθρεψε ο θυμός και με πότισε ο ποταμός της απελπισίας που γεννά η φτώχεια, η ασχήμια και η βρωμιά των αστικών σας φυλακών. Είμαι η κόρη της απόγνωσης, η ερωμένη των μεταμεσονύχτιων ονειρόξεων όλων αυτών που θέλουν να πεθάνουν, κλεισμένοι σε φυλακές και τρελάδικα και σε πνιγηρά δωμάτια δημόσιων νοσοκομείων. Είμαι το παιδί της σκοτεινής μαγείας που έχουν υφάνει οι αμέτρητοι νεκροί των τροχαίων ατυχημάτων σας, μια γοργόνα που κολυμπάει μόνη στους τοξικούς ωκεανούς της απόγνωσης και της νοσταλγίας που αναδεύονται στις ψυχές όλων αυτών που κατοικούν στις πόλεις.» 
-«Τι θέλεις όμως από μένα;»
-«Τα παιδιά μου σ’έφεραν εδώ για να με λατρέψεις και να γίνεις ένας ακόμα άνθρωπος που θ’ αυξήσει τον στρατό μου. Και θα το κάνεις. Αλλιώς...»
-«Αλλιώς τι;» τη ρώτησα με φωνή που έτρεμε σαν το φύλλο.
-«Είδες τι συμβαίνει σ’ αυτούς που με αρνούνται,» μου απάντησε εκείνη.
Σκέφτηκα τα νεκροζώντανα και κατακρεουργημένα σώματα που γέμιζαν το κτίριο. Τα κατασπαραγμένα εκεινα θύματα που δεν μπορούσαν να πεθάνουν.
-«Ακριβώς,» μου είπε, «Θα βασανίζεσαι για πάντα, μέχρι να εξαντληθεί το αίμα που θα μπει στις φλέβες σου, η σκοτεινή Ιχώρ που μου χαρίζει την αθανασία. Αυτή θα είναι η τιμωρία σου. Πόνος φριχτός για πάντα και μια αιωνιότητα μέσα στο σκοτάδι.»
Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν πια. Έπεσα στα γόνατα, σαν να την προσκυνούσα. Η απάνθρωπη αταραξία της και η αλλοκόσμική της εμφάνιση, εκείνη η σκοτεινή αύρα της υπέρτατης δύναμης που την τύλιγε σαν ένα πανίσχυρο ηλεκτροστατικό πεδίο, μ’ εκμηδένιζαν αργά αλλά σταθερά, σαν ηλεκτρονικός ιός που διαβρώνει τη μνήμη κάποιου υπολογιστή.
-«Γιατί τα κάνεις όλα αυτα;» τη ρώτησα κοιτάζοντας την με δακρυσμένα μάτια. Εκείνη χαμογέλασε για δεύτερη φορά και το χαμόγελο της ακόμα πιο φριχτό απ’ το προηγούμενο. Αν μια κόμπρα μπορούσε να χαμογελάσει, πιστεύω ότι κάπως έτσι θα μόρφαζε. Υπήρχε όμως και μια νότα θλίψης σ’ αυτό το χαμόγελο, και αυτό ήταν κάτι που το έκανε ακόμα πιο ανυπόφορο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου