Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΩΣ




Ο Βασίλης μας άνοιξε την πόρτα μ' ένα κλειδί που κουβαλούσε μαζί του και βρεθήκαμε σένα τεράστιο σαλόνι που ήταν γεμάτο από δεκάδες ξαπλωμένους ανθρώπους. Οι περισσότεροι είχαν απλώσει την αρίδα τους πάνω στη μοκέτα που σκέπαζε το πάτωμα αλλά υπήρχαν και κάποιοι που είχαν αράξει πάνω σε κάτι πελώριους δερμάτινους καναπέδες. Ο χώρος εκείνος μόλις και φωτίζονταν από κάτι μικρές κόκκινες λάμπες που κρέμονταν απτους τοίχους και το ταβάνι σχηματίζοντας γιρλάντες και φωτεινούς σταλακτίτες. Εδώ και εκεί υπήρχαν πλαστικές κολοκύθες που είχαν μέσα τους αναμμένα κεριά και έμοιαζαν με χαμογελαστά αλλά κακόβουλα πρόσωπα. Το διάχυτο κοκκινωπό ημίφως που σκορπούσαν γίνονταν ακόμα πιο μουντό απτα πυκνά σύννεφα ενός αρωματικού καπνού που στροβιλίζονταν γύρω μας. Τα ρουθούνια μου τρεμόπαιξαν νευρικά καθώς αναγνώρισα τη βαριά μυρωδιά του χασίς. Από ένα στερεοφωνικό συγκρότημα με πελώρια ηχεία που καταλάμβαναν όλο σχεδόν τον ένα τοίχο του σαλονιού, ακούγονταν ένα αργό industrial κομμάτι ενώ κάπου στο βάθος, η οθόνη μιας τεράστιας τηλεόρασης πλάσματος λαμπύριζε σπασμωδικά δείχνοντας αποσπάσματα από μια συναυλία του Marilyn Manson.

Ακολουθώντας πάντοτε τον Βασίλη, διασχίσαμε την αποπνιχτική ατμόσφαιρα του σαλονιού και ανεβήκαμε μια φαρδιά σκάλα που έβγαζε στον πρώτο όροφο. Εκεί πέρα βρεθήκαμε σ' ένα φαρδύ εξώστη που τερματίζονταν μπροστά σε μια πόρτα που ήταν ψηλή και αψιδωτή σαν κι αυτές που βλέπει κανείς στις παλιές εκκλησίες.

Ο Βασίλης την άνοιξε διάπλατα χωρίς να χτυπήσει και μας έμπασε στο δωμάτιο που κρύβονταν πίσω της.

Και τότε αντικρίσαμε τη μεγαλύτερη κρεβατοκάμαρα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν τόσο μεγάλη ώστε να καταντάει σπηλαιώδης, έτσι ώστε οι φωνές μας να δημιουργούν αμυδρούς αντίλαλους. Ένα απαλό μισοσκόταδο απλώθηκε γύρω μας. Το μοναδικό φως που γέμιζε εκείνο τον χώρο προέρχονταν απτον κήπο και έμπαινε μέσα από ένα ζευγάρι ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες. Στο king-size κρεβάτι βρίσκονταν ένας άνθρωπος.»

Ο Δημήτρης έκανε μια δραματική παύση και εγώ έμεινα σιωπηλός, περιμένοντας να ακούσω τη συνέχεια.

«Ο Γιώργος έκλεινε πίσω του την πόρτα και ο ήχος της μουσικής που εξακολουθούσε ν’ αντηχεί στο σαλόνι πνίγηκε στη σιωπή,” ξανάρχισε να μου λέει τελικά. “Απομείναμε να κοιτάζουμε τον κοιμισμένο άνθρωπο σιωπηλοί. Ο Γιώργος πλησίασε το κρεβάτι. Εμείς τον ακολουθήσαμε και τότε παρατήρησα πως το άτομο που ξάπλωνε πάνω στο κρεβάτι ήταν εύσωμο, με ξυρισμένο κεφάλι, μπόλικα τατουάζ στα χέρια και τρυπημένα αυτιά και ρουθούνια. Τα μάτια του ήταν κλειστά και έμοιαζε να κοιμάται του καλού καιρού. Στα δάχτυλά του είχε περάσει πολλά δαχτυλίδια από καπνισμένο μέταλλο που σχημάτιζαν νεκροκεφαλές, φίδια που έτρωγαν την ουρά τους και πεντάλφες. Φορούσε ένα τριμμένο μαύρο τζιν και μια αμάνικη μαύρη μπλούζα που από από μπροστά είχε την εικόνα ενός φιδιού με ανθρώπινο πρόσωπο.

Δεν φαίνονταν να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ το Γιώργο, παρά το γεγονός πως ήταν αξύριστος και απεριποίητος. Φαινόταν επίσης πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος θα έλεγε κανείς. Ήταν κατάχλομος και μαύρα μισοφέγγαρα διαγράφονταν κάτω απ' τα κλειστά του μάτια.

-«Αυτός είναι ο φίλος σου ο Τζέρι;» ρώτησε η Ιωάννα το Γιώργο μουρμουρίζοντας του συνωμοτικά.

-«Είδες κατάσταση; Τον πήρε ο ύπνος τον κερατά,» σχολίασε αδιάφορα εκείνος, «για κάτσε να τον σκουντήξω λιγάκι μπας και ξυπνήσει!»

Αγνοώντας τις ψιθυριστές διαμαρτυρίες μας, έκανε ν' αρπάξει τον Τζέρι από το μπράτσο.

Μια δεύτερη πόρτα που βρίσκονταν απέναντι απ’ το προσκέφαλο του κρεβατιού του Τζέρι άνοιξε τότε και μια βαθιά αλλά απαλή ταυτόχρονα φωνή ράγισε τη σιωπή που απλώνονταν μέσα στην τεράστια κρεβατοκάμαρα:

-«Γιατί δεν τον αφήνεις να κοιμηθεί λιγάκι; Χρειάζεται ξεκούραση, δε βλέπεις;»

Τιναχτήκαμε όλοι μας ξαφνιασμένοι. Στρέψαμε τα βλέμματά μας προς το μέρος του νεοφερμένου και αντικρίσαμε ένα λεπτό και ψηλό τύπο που στέκονταν στο άνοιγμα της πόρτας. Το δωμάτιο που απλώνονταν πίσω απ’ την πλάτη του ήταν σκοτεινό σαν τη νύχτα. Εκείνος φορούσε ένα μακρυμάνικο πουκάμισο από μαύρο μετάξι, μαύρα παντελόνια και επίσης μαύρα παπούτσια. Τα μαλλιά του ήταν πολύ σκούρα, κατάμαυρα και αυτά, ίσια και μακριά, και έπεφταν στους ώμους του σχηματίζοντας μια πλούσια χαίτη. Το πρόσωπό του όμως ήταν πολύ λευκό, αδύνατο και εντελώς ξυρισμένο, εκτός από ένα λεπτό μουστάκι που κατέβαινε μέχρι το πηγούνι του. Μας κοίταζε πίσω από ένα ζευγάρι πολύ ντιζαινάτων γυαλιών ηλίου.

Ένα ζεστό ρεύμα αέρα μπήκε απ’ τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες και διέτρεξε σαν αόρατος κυματισμός τη μισοσκότεινη κρεβατοκάμαρα.

-«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Γιώργος.

-«Φίλος του Τζέρι,» του απάντησε με άνεση εκείνος, «Για μένα γίνεται το πάρτι. Εσείς, ποιοι είστε;»

Ο Βασίλης ανέλαβε να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις:

-«Από 'δω ο Γιώργος, ο Δημήτρης και η Ιωάννα. Μόλις ήρθαν και αυτοί για το πάρτι αλλά φαίνεται πως άργησαν λίγο.»

Ένιωσα τη ματιά του, που εξακολουθούσε να κρύβεται πίσω απτους σκοτεινούς φακούς των γυαλιών του, να καρφώνονται πάνω στον καθένα μας σύμφωνα με τη σειρά που μας παρουσίαζε ο Βασίλης.

-«Ε, καλά, δεν πειράζει, ποτέ δεν είναι αργά στα πάρτι του Τζέρι,» Η φωνή του είχε μια βαθιά βελούδινη ποιότητα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ποτέ δεν είχα ξανακούσει παρόμοια φωνή στη ζωή μου. «Καλύτερα όμως ν’ αφήσουμε τον κακομοίρη τον Τζέρι να κοιμηθεί λιγάκι, δεν συμφωνείτε και εσείς;» Λέγοντας αυτά τα λόγια, κινήθηκε στα δεξιά της πόρτας και μας έκανε νόημα να μπούμε στο δωμάτιο που άνοιγε πίσω της. Εμείς ακολουθήσαμε την προτροπή του αμίλητοι, σαν υπνωτισμένοι. Βρεθήκαμε σ’ ένα στενόμακρο δωμάτιο που ήταν το ίδιο μεγάλο με τη κρεβατοκάμαρα του Τζέρι. Αραδιασμένα εκεί μέσα υπήρχαν διάφορα όργανα γυμναστικής που ήταν ολοφάνερο πως ο παχουλός Τζέρι δεν χρησιμοποιούσε ποτέ. Όλα αυτά τα είδαμε κάτω απ’ τη διάχυτη ανταύγεια που σκόρπιζαν τα φώτα του κήπου και η οποία έμπαινε μέσα από τις μεγάλες μπαλκονόπορτες που κάλυπταν όλο το ύψος και το πλάτος του ενός τοίχου. Στον αέρα πλανιόνταν μια περίεργη μυρωδιά, ένα γλυκόπικρο άρωμα που εκείνη τη στιγμή δεν κατάφερα να αναγνωρίσω.

-«Θέλετε να βγούμε στο μπαλκόνι όπου είναι πιο δροσερά;» μας ρώτησε ο αυτοδιόριστος οικοδεσπότης μας.

Σκίρτησα ξαφνιασμένος καθώς ανακάλυψα πως η φωνή του είχε ηχήσει ακριβώς πίσω απ’ την πλάτη μου. Ωστόσο δεν τον είχα ακούσει να κινείται ενώ η πόρτα βρίσκονταν ήδη αρκετά μέτρα πίσω μας. Στράφηκα απότομα προς το μέρος του αλλά αυτός βρίσκονταν κιόλας μπροστά απ’ τις μπαλκονόπορτες τις οποίες και άνοιξε.

Κάτω απ’ το κιτρινωπό φως που έμπαινε απ' έξω, πρόσεξα για πρώτη φορά πως τα δάχτυλα του ήταν πολύ μακρυά και λεπτά. Ήταν το είδος των δαχτύλων που θα περίμενε να δει κανείς στα χέρια κάποιου ταλαντούχου πιανίστα. Οι άκρες τους κατέληγαν σε μακρυά και κάτασπρα νύχια που τόνιζαν ακόμα περισσότερο αυτή την εντύπωση. Ένα βαρύ δαχτυλίδι από χρυσάφι κοσμούσε το δείχτη του αριστερού του χεριού.

Εκείνος βγήκε στο φαρδύ μπαλκόνι που απλώνονταν πέρα απ’ τις μπαλκονόπορτες και εμείς τον ακολουθήσαμε διστακτικά. Εκεί πέρα υπήρχαν κάτι καθίσματα από μπαμπού. Είχαν ψηλή ράχη και φαρδιά μπράτσα και ήταν τοποθετημένα γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι. Πέρα απ’ τα κάγκελα του μπαλκονιού ο κήπος με τη φωτεινή πισίνα και τους πανύψηλους φοίνικες φιλοξενούσε ακόμα παρέες που έκαναν πλάκα μεταξύ τους και γελούσαν δυνατά καταναλώνοντας άφθονες μπύρες και άλλα οινοπνευματώδη. Πιο μακρυά, πίσω απ’ την κορυφογραμμή της Πάρνηθας που διαγράφονταν κάτω απ’ το κίτρινο φως ενός ολοστρόγγυλου φεγγαριού, είχε εμφανιστεί μια κόκκινη ανταύγεια. Ήταν η αντανάκλαση της μεγάλης πυρκαγιάς που αποτέφρωνε το βουνό. Αναρωτήθηκα αφηρημένα τι θα συνέβαινε αν η φωτιά εξαπλώνονταν και απ’ την πλευρά του βουνού που έβλεπε προς το μέρος μας.

Στο μεταξύ βολευτήκαμε γύρω απτο τραπέζι. Ο μαυροντυμένος άγνωστος έκατσε ακριβώς απέναντί μου. Στα δεξιά του έκατσε ο Βασίλης, στ' αριστερά του ο Γιώργος και δίπλα του η Ιωάννα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή προσπαθώντας να διώξω απτο μυαλό μου την παράξενη αδράνεια που με είχε κυριεύσει απτη στιγμή που ο περίεργος εκείνος άγνωστος είχε κάνει την εμφάνισή του. Για πρώτη φορά μου πέρασε απτο μυαλό η σκέψη πως όλη αυτή την ώρα ούτε καν μας είχε πει το όνομά του.

-«Ωραία είναι εδώ,» σχολίασε η Ιωάννα διακόπτοντας τις νοερές παρατηρήσεις μου, «ήσυχα και με θέα!»

Παρατήρησα πως κοιτούσε τον άγνωστο μένα ύφος συνεπαρμένης κορασίδας. Ο καθένας μπορούσε να καταλάβει πως η παρουσία του την είχε καταγοητεύσει.

-«Είσαι παλιός φίλος του Τζέρι;» τον ρώτησε ο Γιώργος.

-«Αρκετά παλιός θα έλεγα,» τον πληροφόρησε ο άγνωστος, «γνωριζόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια, απτην εποχή που ο Τζέρι πήγαινε σένα εσωτερικό σχολείο στην Αγγλία. Εκεί τον πρωτογνώρισα, στο Λονδίνο.»

-«Πάντως αποκλείεται να είσαι Εγγλέζος,» μπήκε στη συζήτηση και ο Βασίλης, «τα Ελληνικά σου είναι πολύ καλά!»

-«Έλληνας είμαι,» τον διαβεβαίωσε εκείνος. Ένα απαλό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του, αποκαλύπτοντας μια σειρά κάτασπρων δοντιών. Τα χείλη του ήταν χλωμά και λεπτά σαν λεπίδες από ατσάλι.

-«Πως σε λένε;» άρπαξα την ευκαιρία να τον ρωτήσω.

Αυτός έμεινε για λίγο σιωπηλός κοιτάζοντάς με πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά του που έμοιαζαν με δίδυμες λιμνούλες στερεοποιημένου σκοταδιού.

-«Άγγελο,» μου είπε, «μπορείς να με αποκαλείς Άγγελο.»


2 σχόλια: