Ξαναρχίζω
λοιπόν την αφήγησή μου απ’ τη βραδιά
που αποφάσισα ν’ απαγάγω τη μικρή μου
Περσεφόνη. Αυτό δεν είναι το πραγματικό
της όνομα αλλά της ταιριάζει πάρα πολύ
και εφόσον και αυτή δεν έχει αντίρρηση
να την αποκαλώ έτσι, το θέμα έχει λήξει.
Πρέπει
να σας πω ότι η Αθήνα μου άρεσε πολύ τη
νύχτα, ιδιαίτερα στις μεταμεσονύχτιες
ώρες του καλοκαιριού. Μου άρεσε το
ηλεκτροφωτισμένο μισοσκόταδο που
απλωνόταν στις απρόσωπες γειτονιές
της, όταν τα τσιμεντένια κτίρια και η
άσφαλτος ανέδιδαν τη ζέστη που είχαν
απορροφήσει κατά τη διάρκεια της ημέρας
και τα πάντα φάνταζαν ακίνητα, σιωπηλά
και διαποτισμένα από μια διάχυτη υγρασία
που έκανε το δέρμα μου να κολλάει, σαν
να ήταν καλυμένο από μια υγρή ζελατίνη.
Μου άρεσαν οι άδειοι δρόμοι που
διαγράφονταν έρημοι και λουσμένοι στο
βρώμικο φως των κίτρινων λαμπτήρων που
κρέμονταν από πάνω τους σαν μολυσματικά
φεγγάρια. Εισέπνεα με απόλαυση την ξινή
μυρωδιά της αποσύνθεσης που ανέδιδαν
οι ξέχειλοι σκουπιδοντενεκέδες στις
γωνίες και την ανεπαίσθητη οσμή του
κλούβιου αυγού που ξέφευγε απ’ τις
εξατμίσεις των αυτοκινήτων με τους
κακοσυντηρημένους καταλύτες.
Οι
σκοτεινές προσόψεις των άχαρων
πολυκατοικιών με τα κλειστά διαμερίσματα,
τα άδεια μπαλκόνια και τις σφραγισμένες
μπαλκονόπορτες μου φαινόταν γοητευτικές,
το μονότονο βουητό των κλιματιστικών
μηχανημάτων και τ’ ακινητοποιημένα
αυτοκίνητα που σχημάτιζαν διπλές σειρές
κατά μήκος των στενών πεζοδρομίων, ίδια
με τερατώδη σκαθάρια που είχαν εξοντωθεί
στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από
κάποια προιστορική επιδημία, συνέθεταν
εικόνες παράξενες και παρακμιακές,
φορτισμένες εντούτοις με μια παράξενη
ενέργεια.
Διέσχιζα
τους έρημους δρόμους περπατώντας με το
πάσο μου και παρατηρούσα την πόλη που
κοιμόταν αμέριμνη και ανυποψίαστη
γιαυτό που είχε γεννηθεί και αναπτυσσόταν
εκθετικά μέσα στα υγρά της σπλάχνα.
Φρόντιζα ν’ αποφεύγω τις φωταγωγημένες
λεωφόρους με τ’ αυτοκίνητα που έτρεχαν
μανιασμένα και κόρναραν επιθετικά, με
τη μουσική στη διαπασών και τους οδηγούς
που με λοξοκοιτούσαν ειρωνικά καθώς
κατευθύνονταν προς τα θορυβώδη ξενυχτάδικα
της παραλιακής. Φρόντιζα να μένω μακρυά
απ’ τις συνοικίες με τα δυνατά φώτα, τα
ουζερί τις ταβέρνες τα εστιατόρια και
τα μπαράκια και προτιμούσα τις σιωπηλές
γειτονιές που ξεχείλιζαν από ξεθεωμένους
μετανάστες και εξαθλιωμένους συνταξιούχους.
Ακόμα
και εκεί ωστόσο, υπήρχαν στιγμές που
ένιωθα αθέατα βλέμματα να με κοιτούν.
Πάντοτε θα υπήρχε κάποιος που βασανιζόταν
από αυπνίες, που καθόταν στο μπαλκόνι
του και ρέμβαζε κοιτάζοντας τον άδειο
δρόμο. Και τότε, πρόσεχε εμένα, τη σκυφτή
φιγούρα ενός παράξενου ανθρώπου που
ήταν ντυμένος σαν άστεγος και περπατούσε
αργά, μόνος και έρημος. Μόνος; Αν κοίταζε
πιο προσεκτικά, ίσως και να παρατηρούσε
κάτι το πολύ παράξενο: Ίσως να πρόσεχε
μια παράξενη κίνηση γύρω απ’ τα πόδια
μου, κάτι σαν σκιά που απλωνόταν γύρω
τους και με ακολουθούσε πιστά. Ίσως
επίσης, αν τύχαινε να είναι ιδιαίτερα
παρατηρητικός και με την προυπόθεση
ότι τα τα μάτια του δεν είχαν εκφυλιστεί
από τις ατελείωτες ώρες της παρακολούθησης
ηλίθιων τηλεοπτικών προγραμμάτων, να
έβλεπε ότι η υφή των ρούχων μου ήταν
ασυνήθιστη, κάπως γυαλιστερή και
μεταβαλλόμενη.
Αν ήξερε
τι ήταν αυτό που έβλεπε εκείνη τη στιγμή,
θ’ αναζητούσε αμέσως καταφύγιο μέσα
στο τσιμεντένιο κλουβάκι του και θα
προσευχόταν τρομοκρατημένος.
--------
Κάτω απ’
την μεγαλούπολη που γνωρίζετε, υπάρχει
μια μυστική δεύτερη πόλη, ένα δαιδαλώδες
σύμπλεγμα από κελάρια υπόγεια και
δωμάτια με καυστήρες πολυκατοικιών και
ανήλιαγες αποθήκες. Υπάρχουν σωλήνες
αποστράγγισης ομβρίων υδάτων που
απλώνονται σε αποστάσεις δεκάδων
χιλιομέτρων, αγωγοί αποχέτευσης και
εγκαταλειμένοι βόθροι, σωλήνες
υδροδότησης, κομβικοί θάλαμοι όπου
διασταυρώνονται εκατοντάδες ηλεκτρικά
καλώδια της ΔΕΗ και παλιά τούνελ που
εκτείνονται βαθιά στο υπέδαφος. Κάποια
απ’ αυτά οδηγούν σε αρχαία πηγάδια και
σε ακόμα πιο αρχαία υδραγωγεία. Και κάτω
απ’ όλα αυτά, βαθύτερα ακόμα, υπάρχουν
πιο παράξενα πράγματα, μικρά σπήλαια
και ποτάμια, καταρράκτες που μουγκρίζουν
στο σκοτάδι, αρχαίοι τάφοι και ερείπια
σπιτιών, βυζαντινές κατακόμβες και
θολωτοί τάφοι της Μυκηναικής περιόδου.
Και ακόμα πιο βαθιά, βρίσκει κανείς
τεράστιες σήραγγες που ξεπερνούν σε
μέγεθος ακόμα και τις στοές του μετρό,
μεγάλες αίθουσες και πηγάδια με λεία
τοιχώματα που οδηγούν σε αβυσσαλέα
βάθη. Δεν έχω ιδέα ποιός τα έχει φτιάξει
όλα αυτά. Δεν μ’ ενδιάφερει καθόλου.
Σημασία έχει ότι όλα αυτά τα υπόγεια
περάσματα και οι αγωγοί αποτελούν το
μυστικό μου βασίλειο, έναν καινούργιο
κόσμο που καλούμαι να μοιραστώ με τις
αχώριστες φίλες και προστάτιδές μου.
Είχα
εγκαταλείψει τον ανθρώπινο τρόπο ζωής
με μεγάλη προθυμία. Είχα αφήσει το μίζερο
διαμερισματάκι και την βαρετή μου
δουλειά και είχα παρακαλέσει τις
αγαπημένες κατσαρίδες να μου υποδείξουν
κάποιο ασφαλές κρυσφήγετο.
Εκείνες
με οδήγησαν στα θολωτά υπόγεια μιας
θαμμένης ρωμαικής έπαυλης με ψηφιδωτά
πατώματα και πλίνθινους τοίχους που
ανέδιδαν τη βαριά αλλά και τόσο
καθησυχαστική μυρωδιά του βρεγμένου
χώματος. Ένα περίπλοκο δίκτυο από
πανάρχαιες κατακόμβες που απλωνόταν
κάπου κάτω απ’ την περιοχή του Κεραμικού
συνέδεε το ανήλιαγο εκείνο καταφύγιο
με την ξεχασμένη κρύπτη μιας εκκλησίας
απ’ όπου μπορούσε κανείς να βγει στην
επιφάνεια του εδάφους, σηκώνοντας ένα
μεταλλικό καπάκι που κρυβόταν στο μικρό
προαύλιο της.
Το
σκοτεινό νερό που γέμιζε τη μαρμάρινη
δεξαμενή του λουτρού της έπαυλης, εκεί
όπου πριν απο δύο χιλιετίες και βάλε
έκφυλοι συγκλητικοί απολάμβαναν τις
περιποιήσεις των αφοσιωμένων παλλακίδων
τους, ρυτιδωνόταν κάθε φορά που ηχούσε
από ψηλά το μακρινό βουητό των συρμών
του μετρό. Ύστερα απλωνόταν και πάλι
μια θεία ησυχία, μια βελούδινη σιωπή
που ομόρφαινε απ’ τον απαλό ήχο των
σταγόνων του νερού που έπεφταν αραιά
και που απ’ το θολωτό ταβάνι και γέμιζαν
την επιφάνεια του εβένινου νερού της
δεξαμενής με ομόκεντρους κυματισμούς.
Το πυκνό
σκοτάδι που απλωνόταν εκεί μέσα ήταν
υπέροχο.
Ήταν ένα
σκοτάδι φιλικό, μια παρήγορη απουσία
φωτός που πλημμύριζε απ΄την ασταμάτητη
δραστηριότητα των χιλιάδων κατσαρίδων
που με περιέβαλλαν κάθε στιγμή και με
πλημμύριζαν με τις σκέψεις τους, σαν
ένας γαλαξίας φωτεινών άστρων που
μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, που
συνενώνονταν σε όλο και πιο εκτεταμένους
αστερισμούς και σχημάτιζε ένα νοητικό
σύμπαν που αγκάλιαζε ολόκληρο τον κόσμο.
Υπήρχαν
στιγμές που μ΄έπιανε ίλιγγος καθώς
ένιωθα την απεραντοσύνη και την
περιπλοκότητα της διάνοιας με την οποία
είχα συνδεθεί. Οι κατσαρίδες δημιουργούσαν
για χάρη μου μια τρισδιάστατη απεικόνιση
του περιβάλλοντος που βασιζόταν στην
αφή και στην όσφρηση. Με τον καιρό είχα
μάθει να χρησιμοποιώ τις αισθήσεις τους
και έτσι μπορούσα να «βλέπω» στο σκοτάδι
σαν να ήταν μέρα.
Κάθε
φορά που ξάπλωνα στο υποχθόνιο παλάτι
μου, στο μαρμάρινο ανάκλιντρο μιας
περασμένης εποχής, αμέτρητα αρθρωτά
πλασματάκια με αγκάλιαζαν στοργικά,
άγγιζαν το πρόσωπό μου με τις λεπτεπίλεπτες
κεραίες τους και γαργαλούσαν τα χέρια
τα πόδια και το στήθος μου με τα μικρά
τους ποδαράκια. Σχημάτιζαν ένα ζωντανό
μανδύα που με ζέσταινε όποτε κρύωνα και
κουνούσαν τα φτερά τους σαν χιλιάδες
μικροί ανεμιστήρες όποτε καταλάβαιναν
πως υπέφερα απ’ τη ζέστη.
-------
Η Περσεφόνη
σύχναζε σ’ ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασσικό,
κάπου στην περιοχή του Στρέφη. Ήταν μια
από τις παλιές εκείνες μονοκατοικίες
που είχαν χτιστεί στις αρχές του εικοστού
αιώνα με σκοπό να στολίσουν μια Αθήνα
πολύ διαφορετική απ’ τη σημερινή. Ένα
απ’ τα παλιά εκείνα σπιτια που κάποτε
στέγαζαν μορφωμένες μεσοαστικές
οικογένειες πλούσιων εμπόρων και
ακαδημαικών, αλλά που με τα χρόνια, καθώς
οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν καταφέρει
ν’ ανταποκριθούν στις αλλαγές των
εποχών, είχαν αφεθεί να βουλιάξουν στη
φθορά και την αποσύνθεση. Υποτίθεται
και κάποια στιγμή θα αναπαλαιωνόταν
απ’ το Δήμο, είχε μάλιστα χαρακτηριστεί
ως «διατηρητέο» αλλά προς το παρόν δεν
ήταν τίποτα περισσότερο από μια ρημαγμένη
σκιά του εαυτού του. Τα γύψινα σκαλίσματα
που ομόρφαιναν τους τοίχους του κατέρρεαν,
τα παράθυρα του που καλύπτονταν από
ημικατεστραμμένα παντζούρια και
σκουριασμένα κάγκελα έμοιαζαν με μαύρες
τρύπες ενώ η κάποτε κομψή του πρόσοψή
του είχε σπιλωθεί με άσχημα γκράφιττι
και βρισιές γραμμένες με κόκκινο σπρέυ.
Τ’ άδεια δωμάτια του που είχαν γεμίσει
με σκουπίδια και ξεραμένες ακαθαρσίες,
χρησιμοποιούνταν ως καταλύματα από
τοξικομανείς που ξάπλωναν πάνω σε
βρώμικα και ξεκοιλιασμένα στρώματα και
τρυπούσαν τις φλέβες τους με μολυσμένες
σύριγγες.
Μου άρεσε
να τους παρακολουθώ πότε-πότε, τυλιγμένος
στον ζωντανό μου μανδύα. Ίσως να μ’
έβλεπαν και εκείνοι, έναν όγκο από
μαυριδερά έντομα που καθόταν μαζεμένος
σε μια γωνιά, βουτηγμένος στις σκιές
της νύχτας, φωτισμένος αμυδρά απ’ τους
προβολείς των αυτοκινήτων που γλυστρούσαν
φευγαλέα πάνω στους τοίχους του προσωπικού
τους κολαστήριου, μέσα από σφαλιχτά
παντζούρια και κουρελιασμένες κουρτίνες.
Ίσως και να πίστευαν ότι ήμουν μια
αρρωστημένη παραίσθηση του δηλητηριασμένου
εγκεφάλου τους, μια φρίκη που είχε
γεννηθεί απ’ τις παρενέργειες της
νοθευμένης ηρωίνης που αγόραζαν απ’
τους αδίστακτους προμηθευτές τους.
Ποτέ δεν
τόλμησαν να μου μιλήσουν ή να με
πλησιάσουν.
Ήταν
συναρπαστικοί, και οι τρεις τους, οι δύο
άντρες και η γυναίκα. Ιδίως η γυναίκα.
Τρύπωναν μέσα στο απογυμνωμένο ερείπιο
και διάλεγαν ο καθένας τους από ένα
δωμάτιο. Εκτελούσαν τις μικρές και
θανάσιμες τελετουργίες τους μόνοι,
χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο. Γύμνωναν
τα σημαδεμένα τους μπράτσα και τα
έσφιγγαν με λαστιχένιους ιμάντες.
Ετοίμαζαν το αλουμινόχαρτο, το κουταλάκι
του γλυκού όπου έλυωναν το λευκό τους
δηλητήριο, τον αναπτήρα τους και τέλος
την ένεσή τους με θρησκευτική ευλάβεια,
και μετά, αφού τρυπούσαν τις φλέβες
τους, έπεφταν σε μια πολύωρη έκσταση.
Παρακολουθούσα
τα πρόσωπά τους γοητευμένος, τους
μορφασμούς του πόνου και της εξάντλησης
που χάραζαν τα σκελετωμένα τους
χαρακτηριστικά να μεταστοιχειώνονται
σε εκφράσεις γαλήνιας και πρόσκαιρης
ευτυχίας.
Έβλεπα
το πρόσωπο της γυναίκας, φωτισμένο από
μια λεπίδα φωτός που έπεφτε πάνω του
μέσα από μια σπασμένη γρύλια του
παράθυρου, ν’ αλλάζει, τα σκασμένα χείλη
της να χαμογελούν, το μέτωπό της
ν΄απαλλάσεται απ’ τις ρυτίδες της
αρρώστιας και της αγωνίας, ολόκληρο το
κορμί της να απλώνεται πάνω στο στρώμα
χαλαρό και άτονο, λες και παραδίδονταν
στα χέρια κάποιου αόρατου εραστή.